Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως το «χρυσό αγόρι» της πολιτικής – Πώς θυσίασε την πολιτική για τον έρωτα – Οι διακοπές στο «νησί των ανέμων» Παρότι ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως το «χρυσό αγόρι» της πολιτικής, στο Λίμπρο ντ’ Ορο των μόνιμων θερινών περφόρμερ της Μυκόνου είναι καταχωρημένος στην κατηγορία των ξένοιαστων «τρελών αγοριών». Οχι σαν εκείνα που μετέχουν στην ανέμελα χορογραφημένη απελευθέρωση του διδύμου Ντιν και Νταν, αλλά ως ντελικάτο μέλος της ανάλαφρης τάσης των προσεκτικά καλυμμένων επιθυμιών.
Μιας ανομολόγητης ροπής που, τυλιγμένη προσεκτικά σε πέπλο σεμνοτυφίας, δεν περνάει απαρατήρητη από το, χρόνια στο κουρμπέτι, έμπειρο μάτι των ντόπιων. Οι οποίοι, όμως, σέβονται όσους δεν θέλουν να ενδώσουν στη σεξιστική ταμπελοποίηση που κατατάσσει τους επώνυμους επισκέπτες τους σε στεγανές κατηγορίες και αεροστεγείς διαχωρισμούς.
Ισως γι’ αυτό οι κάτοικοι του Νησιού των Ανέμων ήταν και οι μόνοι που δεν εξεπλάγησαν από τον παταγώδη θρυμματισμό της δήθεν ευπρεπούς βιτρίνας του undercover κυρίου Α.
Ενός εργένη, από δεκαπενταετίας πρώην βουλευτή, ο οποίος αποσύρθηκε από την πολιτική, και το πλήρες βαφτιστικό όνομά του έχει υμνήσει ως μνημείο αέναης εφηβικότητας και ο Καβάφης σε ομώνυμο ποίημά του. Για όλους τους υπόλοιπους, η εμπλοκή του πλήρους ονοματεπωνύμου του στους διάλογους από τη δικογραφία της σπείρας ναρκωτικών και σωματεμπορίας στο κοσμοπολίτικο νησί αποτέλεσε ισχυρό σοκ. Ιδίως εκείνη η απομαγνητοφωνημένη παράγραφος όπου ένα συλληφθέν μέλος του κυκλώματος λέει σε συγκατηγορούμενο μια σκανδαλωδώς μοιραία φράση που τον φέρει να εμπλέκεται σε σεξουαλική δραστηριότητα.
Στα τέλη του φετινού Ιουλίου, στην παραλία Παράγκα της Μυκόνου, ο κομψός μεσήλικας με το κοντό σγουρό μαλλί στο χρώμα του αλατοπίπερου, το ιδανικό για πατινάζ αποτριχωμένο στήθος σε στυλ του κόμικς ήρωα της Marvel, Silver Surfer, τη στενή τζιν βερμούδα και τις φούξια σαγιονάρες, σκόρπιζε τη μετροσέξουαλ αύρα του στην μποέμ ατμόσφαιρα του beach club «Σκορπιός». Τη, σχεδόν, σκηνογραφημένη παρουσία του Σκορπιού στο ζώδιο με Λέοντα ωροσκόπο καλοβαλμένου Α. συνόδευε μια εντυπωσιακή ξανθιά, στο γνωστό και επαναλαμβανόμενο πνεύμα των εμφανίσεών του σε επιλεγμένους δημόσιους χώρους. Εκεί όπου συνήθως απαθανατιζόταν εκ του σύνεγγυς με σικ Αθηναίες σε ενσταντανέ τα οποία, όπως εκμυστηρεύονται οι εξπέρ της πιάτσας του φωτορεπορτάζ, αν δεν είχαν προσυμφωνηθεί μαζί τους, είχαν τουλάχιστον, την ανοχή του.
Δεκάδες αυτάρεσκα επιτηδευμένες πόζες του είχαν, κατά καιρούς, φιγουράρει στα ιλουστρασιόν περιοδικά της λεγόμενης καλόπιστης κοινωνικής κριτικής. Οι δήθεν τυχαίες φωτογραφίες του παρέα με ωραίες και γνωστές νεαρές οπουδήποτε εντοπιζόταν έντονα ο παλμός του εγχώριου lifestyle εκθέτονταν ως επιβεβαίωση ενός φροντισμένα εξαγορασμένου κύρους που πιθανότατα ήθελε να καλύψει μια χαρακτηριστική ανασφάλεια. Σε Κολωνάκι, Μύκονο, Αράχοβα, Πάτμο, Σπέτσες, Σαντορίνη, Επίδαυρο κ.α., τα στιγμιότυπα των εμφανίσεών του διέδιδαν τον -αναντίστοιχο με την κοινωνική του προέλευση και τα πολιτικά του καθήκοντα- ελιτιστικό ναρκισσισμό του.
Μαθημένος στην πολυτέλεια Διαρκώς χαλαρός σε κοσμικές παραλίες, δυναμικός σε χιονοδρομικές πίστες, άνετος ως φιλοξενούμενος σε decks θαλαμηγών γαλαντόμων φίλων, ακτινοβόλος σε δείπνα επώνυμων γκουρμέ εστιατορίων, απορροφημένος από την πλοκή μοντέρνων θεατρικών παραστάσεων, ο Α. μετέφερε με χάρη την εικόνα ενός κήρυκα της υψηλής αισθητικής. Ταυτόχρονα επιδείκνυε αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στη χλιδή ως προνομιούχος κληρονόμος του διεθνούς τζετ σετ. Προφανώς, με υπομονετικό χορηγό της πολυτελούς του κατανάλωσης τον ελληνικό λαό. Και αδιαμαρτύρητο τροφοδότη κάποιου πανάκριβου και θεόρατου υβριδικού τζιπ το οποίο αγοράστηκε με ευθύνη του για να ρημάζει στα υπόγεια ενός δημόσιου οργανισμού.
Πεισματικά, όχι μόνο την περίοδο της πλησμονής και της πολιτικής του παντοδυναμίας αλλά και μετά την είσοδο της χώρας στη βαθιά οικονομική κρίση και τα δικά του πολιτικά κεσάτια, παρέμενε αθεράπευτος κυνηγός των απολαύσεων του καλού αλλά πανάκριβου γούστου. Μόνο που το τελευταίο σπανίως, έως ποτέ, αποτυπωνόταν για χρήση σε κοινή θέα. Το κρατούσε κεκλεισμένων των θυρών, στη σκιά κάθε πιθανής δημοσιοποίησης. Λίγοι γνώριζαν τη διαμονή του σε σουίτες υπερπολυτελών ξενοδοχείων σε διεθνείς μητροπόλεις, όπου άλλη διακριτική χάρη είχαν οι αχανείς κρεβατοκάμαρες για τους, μάλλον άγνωστους, ξένους επισκέπτες. Ελάχιστοι ήταν κοινωνοί των μετακινήσεών του με αστραφτερές λίμο μετά σοφέρ στο εξωτερικό, των πριβέ κρουαζιέρων του με πανάκριβα ενοικιαζόμενα κότερα, των υπερβολικά σπάταλων επιδόσεών του σε shopping therapy στις όχθες του Τάμεση ή πέραν του Ατλαντικού στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης και στο Penn Quarter της Ουάσινγκτον.
Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πολιτικής του σταδιοδρομίας, πληθώρα σχολίων -πικρόχολων στην πλειονότητά τους- εκφράζονταν για την εμμονή του ως θαμώνα, αλλά κυρίως ως απλόχερου πελάτη κοσμηματοπωλείων, κλαμπ, γυμναστηρίων και λοιπών trendy καταστημάτων ένδυσης και ατομικού καλλωπισμού. Επιπλέον, ως αισθαντικός τροβαδούρος του φιλελευθερισμού, δεχόταν επικρίσεις για την επιβολή του διακοσμητικού του ταλέντου, επιπλώνοντας τόσο το προσωπικό του γραφείο όσο και εκείνο των δημοσίων καθηκόντων του με πανάκριβες μίνιμαλ ντιζαϊνάτες συνθέσεις, πάντα με επώνυμη ιταλική υπογραφή. Ομοιας, ακριβώς, προέλευσης και ραφής με τις σινιέ ενδυματολογικές ετικέτες που προτιμούσε, μαϊμουδίζοντας τη Via della Spiga του Μιλάνου ή τη Via Condotti της Ρώμης ως αστραφτερός αντιπρόσωπος μιας ξιπασμένης όσο και υπερδανεισμένης ντόπιας ψευτο-ελίτ, με ανυπόφορα επαρχιωτικά σύνδρομα.
Για τον αστείρευτα large Α. η υιοθέτηση εκ μέρους του μιας μεγάλης γκάμας ξεχωριστού στυλ θεωρείται ότι του προσέφερε την ψευδαίσθηση ότι είναι μέρος κάποιου ευρύχωρου παγκόσμιου συστήματος που τον καθιστούσε ξεχωριστό νομάδα της αίγλης ενός ακμαίου και λαμπερού κόσμου. Με την αυταπάτη ενός φυγά από τις συντηρητικές μικροαστικές συμβάσεις αλλά και την επίγνωση ενός μεταβατικού ένοικου σε ένα ουτοπικό συβαριτισμό, προσήλθε πρόθυμα στις προσωρινές απολαύσεις του «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε», διοργανώνοντας κλειστά gatherings στην ιδιόκτητη 250 τ.μ. διαμερισματομεζονέτα του, με το τζακούζι των έξι ατόμων στην αποκλειστικής χρήσης ταράτσα της, που για την απόκτησή της αντί υπέρογκου τιμήματος ξεσήκωσε στροβιλιστική θύελλα. Μικρότερης, πάντως, εμβέλειας και έντασης από την καταιγίδα της δημοσιογραφικής έρευνας που αναζητούσε στο παρελθόν το «πόθεν έσχες» του για ένα διαμέρισμα στη γενέτειρά του.
Από το Κολωνάκι στη Μύκονο
Ο bon viveur
Παρότι στη Μύκονο φιλοξενούνταν σε φιλικό και συγγενικό του σπίτι, οι καταθέσεις των πρώην βουλευτικών αποζημιώσεών του, η κατοχή διάσπαρτων μετοχών, τραπεζικών ομολόγων και μεριδίων αμοιβαίων τραπεζικών κεφαλαίων, όπως προέκυπταν από προηγούμενα «πόθεν έσχες» του, του επέτρεπαν ακόμη ένα ευπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Ουσιαστικά, όμως, όπως ο κύκλος του διαπίστωνε, σε κάθε ευκαιρία έδειχνε γαλήνιος, απαλλαγμένος από πολιτικές σκοτούρες και ευθύνες. Αν η πρόσφατη απόσυρσή του από το άγχος της πολιτικής σκηνής μετά από δόξες, λούσα, φουρτούνες και στραπάτσα σε άλλους θα σηματοδοτούσε την εμφάνιση ενός ανυπεράσπιστου ρήγματος, στον ίδιο φάνταζε σαν τονωτική επιδιόρθωση ενός απολεσθέντος χρόνου.
Είχε ήδη προαναγγείλει το τέλος μιας εικοσάχρονης πολιτικής σταδιοδρομίας που διανθίστηκε από υπαινικτικές πόζες στον βωμό του μοντέρνου με καναρινί σακάκια, ενσταντανέ με ανέμελα ριγμένες μπουρνουζοπετσέτες σε υποτιθέμενους ρωμαϊκούς λουτροκαμπινέδες, στιγμιότυπα ενατένισης του απέραντου γαλάζιου με ολόλευκες αμφιέσεις μπλεγμένος στα παλαμάρια ιστιοφόρου. Για τον ίδιο είχε κλείσει οριστικά πίσω του μια εποχή εκλογικών αναμετρήσεων, ενδοπαραταξιακών αντιπαραθέσεων, ανανεωτικών μεσαιοχωρίτικων θεωρητικοποιήσεων, θυελλωδών επικρίσεων, προσβλητικών εις βάρος του πεπλοφόρων παρομοιώσεων, υπερνεωτερικών εισηγήσεων, εξ απορρήτων συμβουλών και θητείας σε δημόσια πόστα. Αρκετές δόσεις πολιτικού μιθριδατισμού είχε καταναλώσει ώστε να κατακτήσει πλήρη ανοσία, αλλά το οριστικό ξεμπλοκάρισμα από ενοχικές δεσμεύσεις προϋπέθετε, πέραν της αυτοσυνειδησίας, και χιούμορ το οποίο, ατυχώς, δεν διέθετε σε επάρκεια.
Αντιμετώπιζε με αίσθηση επιβεβλημένης σοβαρότητας τις ερωτήσεις για το αν φοράει ρίμελ. Στο κρίσιμο, όμως, ερώτημα αν είναι γκέι επιστράτευε τη ρήση του παππού του, ο οποίος τον απέτρεπε από την ενασχόληση με την πολιτική λέγοντάς του ότι «στην πολιτική, αν ασχοληθείς παιδί μου, θα σε πουν ή αδελφή ή κλέφτη». Κάπως έτσι, ξεφυσώντας σαν μπασκετμπολίστας σε αποφασιστικές βολές, υπό τα τότε δημόσια αξιώματα και τις διπλές εις βάρος του υπόνοιες, δήλωνε ότι δεν έμπαινε στη λογική να διαλαλήσει ως σημαία την όποια επιλογή του. Και με μια έξυπνη ντρίμπλα, προσαρμοσμένη στην παράδοση του ουνιβερσαλισμού, ο κατά τα άλλα έξυπνος Α. υιοθετούσε το στυλ είμαι άνθρωπος πρώτα, και μετά γκέι ή στρέιτ, δηλώνοντας: «Στην προκειμένη περίπτωση εγώ δεν είμαι γκέι, και δεν το λέω γιατί το θεωρώ μειονέκτημα για κάποιον που είναι, απλώς δεν έτυχε να είμαι». Με αυτόν τον υποδειγματικά πολιτικά ορθό τρόπο διέφευγε να βγάλει από το ντουλάπι την ενδεχόμενη αμφιφυλοφιλία του με τελετουργικό και πανηγυρικό τρόπο αλά Αμερική, επιλέγοντας, όπως και άλλοι συνάδελφοί του, να μην ενδώσει στις αναξιοπρεπείς απαιτήσεις να ρίξει τον φερετζέ για το περιπαικτικό γλέντι μιας ομοφοβικής κοινωνίας.
Εξάλλου ο αυτοδημιούργητος Α. είχε διανύσει μια επιτυχημένη πορεία εκκινώντας από μια μεγαλούπολη της Ελλάδας και μια περιορισμένων οικονομικών πόρων οικογένεια που απαρτιζόταν από τον ίδιο, τον παππού, τη μητέρα και την αδελφή του. Οσο για τον πατέρα του, την επαγγελματική του κατάσταση και την ενεργή οικογενειακή του παρουσία οι πληροφορίες διχάζονται. Βαθμιαία ο φιλόδοξος και ξύπνιος, αλλά με τσαγανό νεαρός Α. από καρναβαλικό πλήρωμα πλαισίωσε τα πολιτικά γραφεία και εισήχθη στις κλειστές συναθροίσεις της επιχειρηματικής ελίτ κερδίζοντας με τη χάρη και την ευστροφία του την εύνοια και τη συμπάθειά της. Η μετάβαση σε προχωρημένη πίστα ήταν ταχύτατη, προαγόμενος τις γευστικές απολαύσεις ενός Νεγκρόνι, μετά ενός Απερόλ, κατόπιν μιας ντίρλας με εκλεκτή σαμπάνια. Επίσης από το νεφελωδώς γκρίζο ετοιματζίδικο επαρχιακό ντύσιμο αναβαθμίστηκε σε επιτηδευμένα στυλάτο μοντέλο των Ferragamo, Gigli και Ζegna, λανσάροντας χαρωπά τα φανταχτερά φλούο χρώματα.
Από την εκποίηση, ακόμη, μεταχειρισμένων δερμάτινων στις υπαίθριες αγορές της Γηραιάς Αλβιώνας και τα ένσημα που κολλούσε σε ιδιωτικά επαγγελματικά κέντρα -στα οποία την ευγνωμοσύνη απέναντί τους εκτιμάται ότι ανταπέδωσε- εξελίχθηκε σε γενικό διαχειριστικό δερβέναγα ευαίσθητων για τη χώρα τομέων σε αχανή σαουδαραβικής αντίληψης γραφεία, τα οποία διαμόρφωσε σύμφωνα με την εστέτ αισθητική του, προσθέτοντας γυμναστήριο, κοιτώνα και προσλαμβάνοντας σεφ. Ηταν μια ανταμοιβή των αγώνων του καλαίσθητου Α. για την εξουσία, την οποία οι επικριτές του χλεύαζαν, ανίκανοι να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι η δικαίωσή του ήταν και μια επιβράβευση της κλίσης του. Πιθανόν τότε να συνειδητοποίησε ότι το ουσιαστικό του κίνητρο ήταν η επιθυμία, που σταδιακά μεταλλασσόταν σε αιτία και με τη σειρά της σε αίτημα να προσδιορίσει την πραγματική του σεξουαλική ταυτότητα, θέτοντας στο εσωτερικό του μικροσκόπιο έναν απεξαρτημένο από ενοχές ρόλο του στη ζωή. Η πολιτική του πρόσφερε μόνο μια δειλή, άξεστη και αποτρόπαια συντροφιά σε όσα μπορεί να έκρυβε επί χρόνια κάτω από μεταξένιο χαλί. Εκτιμάται ότι, σχεδόν πανικόβλητος από το επιβαρυντικό πέρασμα του χρόνου, απαγκιστρώθηκε από την καταπιεστική υπολογιστική μηχανική της πολιτικής, αλλά δεν το έκανε με την αναγκαία αποκαλυπτική τόλμη του απελευθερωμένου δεσμώτη.
Συμβιβάστηκε εγωιστικά με τις βολικές ψευτοπονηριές, τις μικροπροσποιήσεις, ξορκίζοντας την απειλή να κηλιδώσει το άμεμπτο ποινικό του μητρώο. Αναπόφευκτα, χωρίς την προστατευτική ομπρέλα του πολιτικού συστήματος που υπηρέτησε, διακινδύνευε να μετατραπεί αιφνιδίως, με την πρώτη στραβή, σε δήμιο του ίδιου του εαυτού του. Την τελευταία φορά που οι πολιτικές στήλες των media ασχολήθηκαν μαζί του ήταν πριν από δύο μόλις μήνες όταν ψιθυριζόταν ο διορισμός του σε υψηλό τιμητικό αξίωμα στο υπουργείο Εξωτερικών. Επρόκειτο για ένα ασύστολα εκδικητικό τρολάρισμα των διεθνών του δεξιοτήτων, μια και, όπως τόνιζε μετ’ επιτάσεως μερίδα κακεντρεχών, η είσοδός του για θητεία στο διπλωματικό σώμα φάνταζε σαν κακόγουστο αστείο. Ιδιαιτέρως για έναν τέως πολιτικό του οποίου το βιογραφικό αγνοεί ακόμη και τις ελάχιστες πληροφοριακές νύξεις για τη στρατιωτική του θητεία. Η ανυποχώρητη, πάντως, περιφρόνηση με την οποία ο ίδιος απέρριπτε την επάνοδό του στον πολιτικό στίβο, καθώς και η αποποίηση της απροσδόκητης καριέρας, που ποτέ δεν του προτάθηκε, ενίσχυε, στις ανυποψίαστες αναγνώστριες των glossy εντύπων, το κλισέ προφίλ του ως επιθυμητού γαμπρού.
Το κύκλωμα της Μυκόνου : Η ιστορία του “Α” !!!
Ωστόσο η υποτιθέμενη συμμετοχή του στο σκάνδαλο ήρθε να διαλύσει τις αυταπάτες των αμέριμνων άλλων. Κυρίως, όμως, να αμφισβητήσει την εικόνα που ο ίδιος συστηματικά καλλιεργούσε περί φουλ ερωτευμένου και με μακροχρόνιους ετεροφυλικούς δεσμούς, καθώς και περί απέχθειας προς τη μεγάλη ψευδαίσθηση των ναρκωτικών. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ούτε απροσεξία, ούτε επιπολαιότητα, ούτε καν ολέθρια παραίτηση από κάθε αυτοσυγκράτηση μπορεί να επιρρίψει κανείς στον Α.