Αρχικά ξεκίνησα να εργάζομαι σε στριπ κλαμπ ως σερβιτόρα. Η «συνέντευξη» ήταν να περπατήσω μέχρι το γραφείο του μάνατζερ, στον τελευταίο όροφο ενός κλαμπ στο κέντρο της πόλης. Ο μάνατζερ, με κοίταξε και μετά κάλεσε έναν άλλο υπεύθυνο ενός άλλου κλαμπ και του είπε «έχω ένα όμορφο κορίτσι για σένα που θα μάθει να χορεύει σε χρόνο μηδέν».
Κατ’ ουσίαν, αυτός είναι ο στόχος οποιουδήποτε κλαμπ: Να βρουν περισσότερες χορεύτριες, ώστε να υπάρχει περισσότερη πελατεία και άρα περισσότερα χρήματα. Σε μια προσπάθεια να πετύχουν αυτό τον στόχο, προσλαμβάνουν συμβατικά όμορφα κορίτσια, τα ντύνουν με ρούχα που θυμίζουν εσώρουχα, τους ζητούν να βρίσκονται στο πόδι για 8 ώρες, τους πληρώνουν τον ελάχιστο μισθό τη στιγμή που άλλες κερδίζουν χιλιάδες δολάρια σε μια νύχτα με την ελπίδα ότι η σερβιτόρα θα απαυδήσει τελικά και θα πει «δεν αξίζει» και θα αρχίσει να χορεύει και αυτή!
Δε μπορώ να πω ψέματα, ήταν αρκετά δελεαστικό. Οι περισσότερες γυναίκες που παρακολουθούσα, το ένα βράδυ μετά το άλλο, φαίνεται ότι το διασκέδαζαν ενώ ταυτόχρονα έβγαζαν και μια μικρή περιουσία. Άρχισα να εργάζομαι σε ένα στριπ κλαμπ και ήμουν πρόθυμη να μείνω σχεδόν γυμνή, γιατί ζούσα μέσα στη φτώχεια. Το να εργάζομαι ως σερβιτόρα σε στριπ κλαμπ ήταν εύκολο, δούλευα νυχτερινές ώρες και έτσι είχα την ευκαιρία να κάνω και δεύτερη δουλειά και άλλωστε δεν απαιτούσε και πολλά προσόντα όπως μια «φυσιολογική» εργασία. Οπότε, βλέποντας τους άλλους στο στριπτιτζάδικο να μετρούν εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες δολάρια μετά από λίγες ώρες εργασίας, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από σαγηνευτικό.
Η αυτοσυνειδησία είναι ένα αστείο πράγμα, και δεν μου άρεσε το σώμα μου αρκετά ώστε να το επιδεικνύω γυμνό πάνω στη σκηνή. Έτσι, αντ ‘αυτού, διακρίθηκα στη δουλειά μου, μέχρι που ο διευθυντής παρατήρησε ότι ήμουν κάπως αξιόπιστη και έτσι προήχθη σε μπάργούμαν. Οι ώρες ήταν λίγο περισσότερες, αλλά δε χρειαζόταν να περπατάω σε όλο το χώρο, μπορούσα να κρύβομαι πίσω από το μπαρ και να παρακολουθώ.
Κάποτε, είδα έναν άντρα να έρχεται πέντε βράδια μέσα σε μια εβδομάδα ξοδεύοντας τουλάχιστον 2.000 δολάρια τη βραδιά σε μια και μόνο γυναίκα. Ήταν η αγαπημένη του και κάθε φορά την περίμενε μέχρι που ήταν διαθέσιμη. Εκείνη, του έκανε έναν, δύο χορούς αλλά τον υπόλοιπο χρόνο καθόταν στα πόδια του και μιλούσαν. Για ώρες, έκαναν μόνο αυτό. Συζητούσαν. Το μέταλλο της βέρας του σπινθήριζε κάθε φορά που έπεφτε επάνω του το φως. Ένιωθε πιθανότατα μόνος, σίγουρα θλιμμένος και το να ξοδεύει χιλιάδες δολάρια για μια ξένη, τον έκανε να νιώθει καλύτερα. Ένα μέρος του εαυτού μου, υπέθετε ότι ήταν χήρος. Το άλλο μέρος, το πιο απαισιόδοξο, πίστευε ότι ήταν παντρεμένος τουλάχιστον 30 χρόνια και πλέον είχε πάψει να είναι ερωτευμένος. Έβλεπα νεαρούς άντρες να έρχονται και να σκορπούν εκατοντάδες δολάρια…
Τους έβλεπα και όταν έφευγαν, όταν υπέγραφαν τον τελευταίο λογαριασμό, έβλεπα τη λύπη στο πρόσωπό τους γιατί ήξεραν, όπως και εγώ, ότι η αυταπάτη τελείωνε. Ο ήλιος ανέτειλε και το παρήγορο σκοτάδι έκρυβε το κενό τους ή ότι άλλο ήθελαν να καμουφλάρουν. Αυτοί οι άντρες, με έκαναν να αισθάνομαι θλίψη και οργή. Ένιωθα άσχημα για εκείνους, για το γεγονός ότι ήταν σκλάβοι του ανδρισμού τους. Ένιωθα οργή, γιατί πίστευαν ότι ήταν εντάξει να χρησιμοποιούν τα χρήματα για να κάνουν τις γυναίκες σκλάβες τους, να τις χρησιμοποιούν για να νιώσουν καλύτερα με τον εαυτό τους. youweekly.gr