Μια ποιοτική μελέτη από Αυστραλούς ερευνητές, άνοιξε το δρόμο για τη κατανόηση της επίδρασης που έχει στις γυναίκες η απώλεια του σεξουαλικού τους ενδιαφέροντος. Παράλληλα, εξέτασε τις προσδοκίες των γυναικών σχετικά με την αναζήτηση θεραπείας για το συγκεκριμένο πρόβλημα. Πρόκειται, μάλιστα, για την πρώτη μελέτη που έλαβε υπόψη την πραγματική συνθήκη της αναζήτησης θεραπείας σε εξειδικευμένη κλινική
Η απώλεια του σεξουαλικού ενδιαφέροντος είναι το πιο συχνά αναφερόμενο σεξουαλικό πρόβλημα των γυναικών στις ΗΠΑ. Αν και οι ερευνητές έχουν αναγνωρίσει κατά καιρούς πόσο ανησυχητική είναι η απώλεια του σεξουαλικού ενδιαφέροντος για τις γυναίκες, δεν υπάρχει επαρκής κατανόηση αναφορικά με τα κίνητρα που τις ωθούν στην αναζήτηση βοήθειας. Είναι πολύ λίγα αυτά που είναι γνωστά για τις προσδοκίες των γυναικών από τις διαθέσιμες θεραπείες για τη γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία.
Η ερευνητική ομάδα από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας πήρε συνέντευξη από 17 γυναίκες που απευθύνθηκαν σε ένα ιατρικό κέντρο αναζητώντας βοήθεια για τη σεξουαλική τους δυσλειτουργία. Πριν από τη συνάντηση με τον ειδικό λοιπόν, οι γυναίκες ρωτήθηκαν κατά τη διάρκεια διαπροσωπικών συνεντεύξεων σχετικά με τις ανησυχίες τους για τη σεξουαλικότητα τους, καθώς και για το λόγο που προσήλθαν στην κλινική. Από τις συνεντεύξεις αυτές προέκυψαν 4 σημαντικά ζητήματα:
1. Η προσωπική ψυχολογική δυσφορία, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται ως χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά και ως αίσθημα ενοχής, αναξιότητας, λύπης, ανεπάρκειας, ματαίωσης, απογοήτευσης και ντροπής.
2. Η ανησυχία σχετικά με την επίδραση του μειωμένου σεξουαλικού ενδιαφέροντος στη σχέση τους με το σύντροφό τους. Αν και οι περισσότερες γυναίκες εκτιμούσαν την υποστήριξη του συντρόφου τους, ανησυχούσαν για την επίπτωση του σεξουαλικού προβλήματος στην οικειότητα και τη θεωρούσαν τον πρωταρχικό λόγο αναζήτησης ιατρικής βοήθειας.
3. Η πεποίθηση πολλών γυναικών πως το μειωμένο σεξουαλικό τους ενδιαφέρον σχετιζόταν με τη μείωση των επιπέδων των ορμονών
4. Οι υψηλές προσδοκίες από τα αποτελέσματα της θεραπείας, τα οποία συνήθως αναμένονταν τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Πολλές γυναίκες έβλεπαν την ορμονοθεραπεία σαν ένα μαγικό φίλτρο. Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ήταν πιο εύκολο να λάβουν την εξειδικευμένη ορμονοθεραπεία για την εμμηνόπαυση, καθώς και τεστοστερόνη. Οι γυναίκες έλπιζαν ότι θα ήταν ευεργετική για τη σωματική, αλλά και τη σεξουαλική τους υγεία, ότι θα τους έδινε περισσότερη ενέργεια , νεανική όψη, σφριγηλότητα και υγεία. Περίμεναν, επίσης, αυξημένη σεξουαλική ορμή και διέγερση, συχνούς οργασμούς και μεγαλύτερη απόλαυση της σεξουαλικής τους ζωής.
Μετά από 3-4 μήνες θεραπείας 10 από τις συμμετέχουσες έδωσαν ξανά συνέντευξη. Η θεραπεία με κολπικά οιστρογόνα μόνο και η ορμονική θεραπεία για την εμμηνόπαυση, ανακούφισαν την ανησυχία των γυναικών αναφορικά με τη σεξουαλική ευεξία. Οι τέσσερις γυναίκες που έλαβαν επιπλέον και θεραπεία με τεστοστερόνη ανέφεραν, όλες, τα ευεργετικά της αποτελέσματα.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι πρόκειται για μια ποιοτική μελέτη και όχι μια κλινική δοκιμή. Στην ουσία, αυτή η μελέτη δίνει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την εμπειρία των γυναικών που ζητούν αυτού του τύπου τις θεραπείες και αναδεικνύει τα ερωτήματα που πρέπει να εξεταστούν σε μια κλινική δοκιμή.
Είναι πολλές οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν σεξουαλικά προβλήματα σε όλο τον κόσμο, αλλά οι ειδικοί, στην πραγματικότητα, γνωρίζουν πολύ λίγα για το πως αισθάνονται οι γυναίκες αυτές και τι περιμένουν από τη θεραπευτική παρέμβαση. Το δυνατό σημείο της μελέτης είναι ότι οι συμμετέχουσες ήταν γυναίκες που είχαν ήδη ζητήσει ιατρική βοήθεια για το πρόβλημα τους, το οποίο σημαίνει ότι η ζωή τους είχε ξεκάθαρα επηρεαστεί από αυτό. Οι περισσότερες γυναίκες μάλιστα ανησυχούσαν πολύ για την επίδραση του μειωμένου σεξουαλικού ενδιαφέροντος στη σχέση. Συχνά, η δυσφορία που νιώθουν πολλές γυναίκες σχετικά με το πρόβλημα αυτό δε γίνεται κατανοητή.
Η ποιοτική αυτή μελέτη εξετάζει την προσωπική επίδραση του μειωμένου σεξουαλικού ενδιαφέροντος στις γυναίκες, καθώς και τις προσδοκίες των γυναικών που ζήτησαν βοήθεια για τα προβλήματα τους. Τα δεδομένα όμως αυτής της ποιοτικής μελέτης μπορεί να επίσης να δώσουν επιπλέον στοιχεία στους επαγγελματίες υγείας. Οι ερευνητές τονίζουν ότι αν μπορούσαν να αναπαράγουν την εργασία τους με μεγαλύτερο δείγμα θα μπορούσαν να χωρίσουν τις ασθενείς σε ομάδες, το οποίο θα επέτρεπε τη χορήγηση συγκεκριμένων θεραπειών για τα σεξουαλικά προβλήματα και θα προήγαγε την καλύτερη διαχείρισή τους. Με άλλα λόγια θα δινόταν η δυνατότητα εξατομίκευσης της αντιμετώπισης των σεξουαλικών προβλημάτων.
Οι επαγγελματίες υγείας είναι σημαντικό να λάβουν υπόψη ότι οι γυναίκες που συμμετείχαν στην παρούσα μελέτη ξεπέρασαν σημαντικά εμπόδια προκειμένω να μιλήσουν για το πρόβλημα τους και να απευθυνθούν σε ειδικό. Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τη σεξουαλικότητα και τα προβλήματα της και οι γυναίκες αυτές αξίζουν το σεβασμό όλων. Παράλληλα, οι ερευνητές τονίζουν ότι τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες που τολμούν να μιλήσουν για τα σεξουαλικά τους προβλήματα, αξίζουν και με το παραπάνω τις προσπάθειες των ειδικών να βοηθήσουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
govastileto